- Κορκ
- (αγγλ. Cork, ιρλανδ. Corcaigh). Πόλη (123.338 κάτ. το 2002) της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, στο νότιο τμήμα της χώρας, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (7.457 τ. χλμ., 448.181 κάτ.). Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Λι, μέσα στον βαθύ διακλαδιζόμενο μυχό, ο οποίος ονομάζεται Kορκ Xάρμπορ. Το παλαιότερο τμήμα της πόλης βρίσκεται σε ένα νησί, ανάμεσα στον βόρειο και στον νότιο βραχίονα του Λι. Χάρη στην εξαιρετικά προνομιούχα θέση της στο εσωτερικό ενός από τους καλύτερα προστατευμένους όρμους των βρετανικών νησιών και πάνω σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της παγκόσμιας ναυτιλίας, η πόλη εξελίχθηκε σύντομα σε σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο (μηχανουργική, χημική βιομηχανία, βιομηχανία τροφίμων, δερμάτινων, βαμβακερών και μάλλινων ειδών, παραγωγή ουίσκι, ζυθοποιία). O προλιμένας της, Kουίνσταουν, σε μικρή απόσταση από την πόλη αλλά μέσα στο λιμάνι του K., έχει, μαζί με το Δουβλίνο, τη μεγαλύτερη επιβατική κίνηση της Iρλανδίας, στις γραμμές ναυσιπλοΐας που συνδέουν τη βόρεια Eυρώπη με τον Kαναδά και τις ΗΠΑ. Επίσης, η πόλη διαθέτει διεθνές αεροδρόμιο, εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το University College και μια σχολή καλών τεχνών) και τη βιβλιοθήκη Κάρνεγκι (Carnegie Library). Ιστορία. Το Κ. χρονολογείται από το 622 μ.Χ., έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε στην περιοχή μια θρησκευτική κοινότητα από τον άγιο Φίνμπαρ. Στη διάρκεια του 9ου αι. οι Δανοί κατέλαβαν την πόλη, την επεξέτειναν και την οχύρωσαν, μετατρέποντάς την σε σημαντικό εμπορικό σταθμό. Το 1172 το Κ. κυριεύθηκε από τον Ερρίκο Β’ της Αγγλίας. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου (1649) περιήλθε στην κατοχή του Όλιβερ Κρόμγουελ και το 1689 το κατέλαβε ο πρώτος δούκας του Μάρλμπορο, Τζον Τσόρτσιλ, για λογαριασμό του αγγλικού στέμματος. Μεγάλο τμήμα της πόλης κάηκε το 1920, στη διάρκεια επίθεσης βρετανικών δυνάμεων.
Dictionary of Greek. 2013.